μετάγνωμα

μετάγνωμα
το (Μ μετάγνωμα) [μεταγνώθω]
μεταμέλεια, μετάνοια
μσν.
αλλαγή γνώμης, μεταβολή απόφασης, μετάνιωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”